ἀδίστακτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδίστακτος''': -ον, ὁ μὴ ἀμφιβαλλόμενος, περὶ οὗ δὲν διστάζομεν, [[ἀναμφίβολος]], Πτολεμ. Γεωργ. 1. 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων δισταγμὸν ἢ ἀμφιβολίαν, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Ἀνθ. Π. 12. 151.
|lstext='''ἀδίστακτος''': -ον, ὁ μὴ ἀμφιβαλλόμενος, περὶ οὗ δὲν διστάζομεν, [[ἀναμφίβολος]], Πτολεμ. Γεωργ. 1. 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων δισταγμὸν ἢ ἀμφιβολίαν, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Ἀνθ. Π. 12. 151.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />indubitable, sûr.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διστάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδίστακτος Medium diacritics: ἀδίστακτος Low diacritics: αδίστακτος Capitals: ΑΔΙΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: adístaktos Transliteration B: adistaktos Transliteration C: adistaktos Beta Code: a)di/staktos

English (LSJ)

ον,

   A undoubted, undisputed, PTeb.124.26 (ii B. C., written -αστος), Phld.Mus.p.80 K. Adv. -τως AP12.151, Sch.A.R.2.62, Ptol.Geog.1.4.    II Act., undoubting: hence, instinctive, v. l. for ἀδίδακτος 1 (q.v.), Pall. in Hp.2.127 D. Adv. -τως unhesitatingly, Phld.Rh.1.133 S., Syr.in Metaph.73.18, Procl.in Prm.p.756S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδίστακτος: -ον, ὁ μὴ ἀμφιβαλλόμενος, περὶ οὗ δὲν διστάζομεν, ἀναμφίβολος, Πτολεμ. Γεωργ. 1. 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων δισταγμὸν ἢ ἀμφιβολίαν, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Ἀνθ. Π. 12. 151.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indubitable, sûr.
Étymologie: ἀ, διστάζω.