ὄργανος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄργανος''': -η, -ον, ὁ ἐργαζόμενος, κατασκευάζων, ὀργάνη [[χείρ]] Εὐρ. Ἀνδρ. 1015. - Ὀργάνη, «ἡ [[Ἀθηνᾶ]], ἣν καὶ Ἐργάνην ἀπὸ ἔργων λέγουσιν» Ἡσύχ., Φώτ.· πρβλ. [[ἐργάνη]]. | |lstext='''ὄργανος''': -η, -ον, ὁ ἐργαζόμενος, κατασκευάζων, ὀργάνη [[χείρ]] Εὐρ. Ἀνδρ. 1015. - Ὀργάνη, «ἡ [[Ἀθηνᾶ]], ἣν καὶ Ἐργάνην ἀπὸ ἔργων λέγουσιν» Ἡσύχ., Φώτ.· πρβλ. [[ἐργάνη]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />actif, industrieux.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝεργ, travailler ; cf. [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A working, forming, ὀργάνη χείρ E.Andr.1014 (s.v.l.): Ὀργάνη as epith. of Athena, BCH52.52 (Thasos, v B.C.), IG2.1329, Hsch., Phot. ; cf. ἐργάνη.
German (Pape)
[Seite 369] bildend, χείρ, Eur. Andr. 1015. S. auch ὀργάνη.
Greek (Liddell-Scott)
ὄργανος: -η, -ον, ὁ ἐργαζόμενος, κατασκευάζων, ὀργάνη χείρ Εὐρ. Ἀνδρ. 1015. - Ὀργάνη, «ἡ Ἀθηνᾶ, ἣν καὶ Ἐργάνην ἀπὸ ἔργων λέγουσιν» Ἡσύχ., Φώτ.· πρβλ. ἐργάνη.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
actif, industrieux.
Étymologie: R. Ϝεργ, travailler ; cf. ἔργον.