αἰολοθώρηξ: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰολοθώρηξ''': ηκος, ὁ ἔχων ποικίλως ἀπαστράπτοντα θώρακα ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐντὸς τοῦ θώρακός του (ἴδε [[αἰόλος]]), Ἰλ. Δ. 489.
|lstext='''αἰολοθώρηξ''': ηκος, ὁ ἔχων ποικίλως ἀπαστράπτοντα θώρακα ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐντὸς τοῦ θώρακός του (ἴδε [[αἰόλος]]), Ἰλ. Δ. 489.
}}
{{bailly
|btext=ηκος (ὁ, ἡ)<br /><i>ion.</i><br />à la cuirasse étincelante.<br />'''Étymologie:''' [[αἰόλος]], [[θώραξ]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰολοθώρηξ Medium diacritics: αἰολοθώρηξ Low diacritics: αιολοθώρηξ Capitals: ΑΙΟΛΟΘΩΡΗΞ
Transliteration A: aiolothṓrēx Transliteration B: aiolothōrēx Transliteration C: aiolothoriks Beta Code: ai)oloqw/rhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ,

   A with glancing breastplate, Il.4.489, Hymn.Mag.2(2).16.

Greek (Liddell-Scott)

αἰολοθώρηξ: ηκος, ὁ ἔχων ποικίλως ἀπαστράπτοντα θώρακα ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐντὸς τοῦ θώρακός του (ἴδε αἰόλος), Ἰλ. Δ. 489.

French (Bailly abrégé)

ηκος (ὁ, ἡ)
ion.
à la cuirasse étincelante.
Étymologie: αἰόλος, θώραξ.