αἰγλήεις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰγλήεις''': εσσα, εν, λάμπων, ἀκτινοβολλῶν· παρ’ Ὁμήρω [[πάντοτε]] αἰγλήεντος Ὀλύμπου, Ἰλ. Α. 532, Ὀδ. Υ. 103· οὕτω Κλάρος αἰγλήεσσα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 40· πῶλοι αἰγλ., Ὕμ. Ὁμ. 32. 9· οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., [[αὐτόθι]] 31. 11: - Δωρ. [[αἰγλάεις]], συνῃρ. αἰγλᾶς, [[κῶας]] αἰγλᾶεν... θυσάνῳ, Πινδ. Π. 4, 411· αἰγλᾶντα κόσμον, [[αὐτόθι]] 2. 19· αἰγλᾶντα σώματα, Εὐρ. Ἀνδρ. 286 (λυρ.).
|lstext='''αἰγλήεις''': εσσα, εν, λάμπων, ἀκτινοβολλῶν· παρ’ Ὁμήρω [[πάντοτε]] αἰγλήεντος Ὀλύμπου, Ἰλ. Α. 532, Ὀδ. Υ. 103· οὕτω Κλάρος αἰγλήεσσα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 40· πῶλοι αἰγλ., Ὕμ. Ὁμ. 32. 9· οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., [[αὐτόθι]] 31. 11: - Δωρ. [[αἰγλάεις]], συνῃρ. αἰγλᾶς, [[κῶας]] αἰγλᾶεν... θυσάνῳ, Πινδ. Π. 4, 411· αἰγλᾶντα κόσμον, [[αὐτόθι]] 2. 19· αἰγλᾶντα σώματα, Εὐρ. Ἀνδρ. 286 (λυρ.).
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />brillant, resplendissant.<br />'''Étymologie:''' [[αἴγλη]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰγλήεις Medium diacritics: αἰγλήεις Low diacritics: αιγλήεις Capitals: ΑΙΓΛΗΕΙΣ
Transliteration A: aiglḗeis Transliteration B: aiglēeis Transliteration C: aiglieis Beta Code: ai)glh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A dazzling, radiant, in Hom. always αἰγλήεντος Ὀλύμπου Il.1.532, Od.20.103; Κλάρος αἰγλήεσσα h.Ap.40; πῶλοι αἰ. h.Hom.32.9: neut. as Adv., αἰγλῆεν στίλβουσι ib.31.11:—Dor. αἰγλάεις, contr. αἰγλᾶς, κῶας αἰγλᾶεν . . θυσάνῳ Pi.P.4.231; αἰγλᾶντα κόσμον ib.2.10; αἰγλᾶντα σώματα E.Andr.285 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰγλήεις: εσσα, εν, λάμπων, ἀκτινοβολλῶν· παρ’ Ὁμήρω πάντοτε αἰγλήεντος Ὀλύμπου, Ἰλ. Α. 532, Ὀδ. Υ. 103· οὕτω Κλάρος αἰγλήεσσα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 40· πῶλοι αἰγλ., Ὕμ. Ὁμ. 32. 9· οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 31. 11: - Δωρ. αἰγλάεις, συνῃρ. αἰγλᾶς, κῶας αἰγλᾶεν... θυσάνῳ, Πινδ. Π. 4, 411· αἰγλᾶντα κόσμον, αὐτόθι 2. 19· αἰγλᾶντα σώματα, Εὐρ. Ἀνδρ. 286 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
brillant, resplendissant.
Étymologie: αἴγλη.