ἀκατάπαυστος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάπαυστος''': -ον, [[ὅστις]] δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, [[ἀδιάλειπτος]], Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.
|lstext='''ἀκατάπαυστος''': -ον, [[ὅστις]] δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, [[ἀδιάλειπτος]], Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans fin ; [[ἀκατάπαυστος]] [[ἀρχή]] pouvoir à vie.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καταπαύω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάπαυστος Medium diacritics: ἀκατάπαυστος Low diacritics: ακατάπαυστος Capitals: ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akatápaustos Transliteration B: akatapaustos Transliteration C: akatapafstos Beta Code: a)kata/paustos

English (LSJ)

ον,

   A not to be set at rest, incessant, Plb.4.17.4, D.S.11.67, etc.; that cannotceasefrom, τινός 2 Ep.Pet.2.14. Adv. -τως Sch.A.R.1.1001.    II not to be checked, irresistible, PMag.Par.1.2364.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάπαυστος: -ον, ὅστις δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, ἀδιάλειπτος, Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fin ; ἀκατάπαυστος ἀρχή pouvoir à vie.
Étymologie: ἀ, καταπαύω.