ἀδιαφορία: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιαφορία''': ἡ, ἡ [[ὀλιγωρία]], [[ἀδιαφορία]], Κικέρ. Acad. Pr. 2. 42, Σέξτ. Ἐμπειρ. II. 1. 152, πρβλ. τὴν ἑπομ. λέξ. II. [[ἀδιαφορία]], ταυτότης σημασίας. Γραμμ. | |lstext='''ἀδιαφορία''': ἡ, ἡ [[ὀλιγωρία]], [[ἀδιαφορία]], Κικέρ. Acad. Pr. 2. 42, Σέξτ. Ἐμπειρ. II. 1. 152, πρβλ. τὴν ἑπομ. λέξ. II. [[ἀδιαφορία]], ταυτότης σημασίας. Γραμμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />indifférence.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδιάφορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A indifference, Stoic, of the moral agent, Aristo Stoic.1.83, Chrysipp.ib.3.9, cf. Cic. Acad.Pr.2.42.130, S.E.P.1.152; absence of difference, Syr.in Metaph. 122.1, cf. sq. II neglect, Hierocl.in CA7p.430M. III equivalence of signification, Eust.150.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαφορία: ἡ, ἡ ὀλιγωρία, ἀδιαφορία, Κικέρ. Acad. Pr. 2. 42, Σέξτ. Ἐμπειρ. II. 1. 152, πρβλ. τὴν ἑπομ. λέξ. II. ἀδιαφορία, ταυτότης σημασίας. Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
indifférence.
Étymologie: ἀδιάφορος.