ἀνάδικος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάδῐκος''': -ον, ὁ ἐκ νέου δικασθείς, δίκαι ἀν. γίγνονται (ἴδε [[ἀναδικάζω]] ΙΙ.), Ἀνδοκ. 12. 7, Πλάτ. Νόμ. 937D· ψῆφον ἀν. καθιστάναι, ἀναιρῶ προηγηθεῖσαν ψῆφον, Δημ. 760. 3. | |lstext='''ἀνάδῐκος''': -ον, ὁ ἐκ νέου δικασθείς, δίκαι ἀν. γίγνονται (ἴδε [[ἀναδικάζω]] ΙΙ.), Ἀνδοκ. 12. 7, Πλάτ. Νόμ. 937D· ψῆφον ἀν. καθιστάναι, ἀναιρῶ προηγηθεῖσαν ψῆφον, Δημ. 760. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> jugé de nouveau;<br /><b>2</b> qui concerne une affaire jugée de nouveau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δίκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
(Arc. ὄνδικος IG5(2).343 B2), ον,
A tried over again, δίκαι ἀ. γίγνονται And.1.88, Pl.Lg.937d, cf. D.40.39, etc.; ψῆφον ἀ. καθιστάναι render subject to appcal, Id.24.191.
German (Pape)
[Seite 187] ἡ, δίκη, ein aufs neue vor Gericht gebrachter Proceß, Andoc. 1, 88; Plat. Legg. XI, 937 d; Dem. 40, 34 u. öfter; τὴν ψῆφον ἀνάδικον καθίστησι 24, 191, das Urtheil einer Revision unterwerfen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδῐκος: -ον, ὁ ἐκ νέου δικασθείς, δίκαι ἀν. γίγνονται (ἴδε ἀναδικάζω ΙΙ.), Ἀνδοκ. 12. 7, Πλάτ. Νόμ. 937D· ψῆφον ἀν. καθιστάναι, ἀναιρῶ προηγηθεῖσαν ψῆφον, Δημ. 760. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 jugé de nouveau;
2 qui concerne une affaire jugée de nouveau.
Étymologie: ἀνά, δίκη.