ἀναβατός: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναβατός''': Ἐπ. ἀμβατός, όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἢ νὰ ὑπερβῇ διὰ κλίμακος, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Λ. 315, Πίνδ. 2) ἄρτος [[ἔνζυμος]], «τὴν ζύμην τὴν τὸν ἀναβατὸν ἄρτον αἴρουσαν» Μ. Κηρουλ. Πατρ. Ἑλλ. CXX. 794Β. ― ἐκ τούτου ἔγεινε τὸ λειπανάβατος, = [[ἄζυμος]], Δουκάγγ. | |lstext='''ἀναβατός''': Ἐπ. ἀμβατός, όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἢ νὰ ὑπερβῇ διὰ κλίμακος, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Λ. 315, Πίνδ. 2) ἄρτος [[ἔνζυμος]], «τὴν ζύμην τὴν τὸν ἀναβατὸν ἄρτον αἴρουσαν» Μ. Κηρουλ. Πατρ. Ἑλλ. CXX. 794Β. ― ἐκ τούτου ἔγεινε τὸ λειπανάβατος, = [[ἄζυμος]], Δουκάγγ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br /><i>poét.</i> [[ἀμβατός]], ός, όν :<br />où l’on peut monter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. ἀμβατός, όν,
A to be mounted or scaled, easy to be scaled, Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27.
German (Pape)
[Seite 181] Hom. ἀμβατός, ersteigbar, Il. 6, 434 Od. 11, 316; auch in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβατός: Ἐπ. ἀμβατός, όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἢ νὰ ὑπερβῇ διὰ κλίμακος, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Λ. 315, Πίνδ. 2) ἄρτος ἔνζυμος, «τὴν ζύμην τὴν τὸν ἀναβατὸν ἄρτον αἴρουσαν» Μ. Κηρουλ. Πατρ. Ἑλλ. CXX. 794Β. ― ἐκ τούτου ἔγεινε τὸ λειπανάβατος, = ἄζυμος, Δουκάγγ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
poét. ἀμβατός, ός, όν :
où l’on peut monter.
Étymologie: ἀναβαίνω.