ἀνακωκύω: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακωκύω''': [ῡ], θρηνῶ μεγαλοφώνως, κἀνακωκύσας λιγὺ Αἰσχύλ. Πέρσ. 468, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1227· κἀνακωκύει .. ὀξὺν φθόγγον, ἐκβάλλει ὀξεῖαν κραυγὴν θρήνων, ὀδύρεται μεγαλοφώνως, [[αὐτόθι]] 423. | |lstext='''ἀνακωκύω''': [ῡ], θρηνῶ μεγαλοφώνως, κἀνακωκύσας λιγὺ Αἰσχύλ. Πέρσ. 468, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1227· κἀνακωκύει .. ὀξὺν φθόγγον, ἐκβάλλει ὀξεῖαν κραυγὴν θρήνων, ὀδύρεται μεγαλοφώνως, [[αὐτόθι]] 423. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=pousser des cris de douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κωκύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
<*> ῡ,
A wail aloud, κἀνακωκύσας λιγύ A.Pers.468, cf. S.Ant. 1227; κἀνακωκύει . . ὀξὺν φθόγγον utters a loud shrill wailing cry, ib. 423.
German (Pape)
[Seite 194] auf-, laut jammern, Tragg., z. B. Aesch. Pers. 460; mit acc., πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον Soph. Ant. 419, sie läßt den heftigen Klagelaut des traurigen Vogels erschallen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακωκύω: [ῡ], θρηνῶ μεγαλοφώνως, κἀνακωκύσας λιγὺ Αἰσχύλ. Πέρσ. 468, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1227· κἀνακωκύει .. ὀξὺν φθόγγον, ἐκβάλλει ὀξεῖαν κραυγὴν θρήνων, ὀδύρεται μεγαλοφώνως, αὐτόθι 423.