ἀνταπαμείβομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνταπᾰμείβομαι''': μέσ., [[ὑπακούω]] ἐν τῷ ἐμῷ μέρει, μ. δοτ. [[ἔπειτα]] δὲ δημότας ἄνδρας εὐθείας ῥήτραις ἀνταπαμειβομένους Τυρταῖ. 4 (2), 6. | |lstext='''ἀνταπᾰμείβομαι''': μέσ., [[ὑπακούω]] ἐν τῷ ἐμῷ μέρει, μ. δοτ. [[ἔπειτα]] δὲ δημότας ἄνδρας εὐθείας ῥήτραις ἀνταπαμειβομένους Τυρταῖ. 4 (2), 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=rendre la pareille ; LSJ obéir à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀπαμείβομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
Med.,
A obey in turn, ῥήτραις Tyrt.4.6.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen erwiedern, Tyrt. 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπᾰμείβομαι: μέσ., ὑπακούω ἐν τῷ ἐμῷ μέρει, μ. δοτ. ἔπειτα δὲ δημότας ἄνδρας εὐθείας ῥήτραις ἀνταπαμειβομένους Τυρταῖ. 4 (2), 6.
French (Bailly abrégé)
rendre la pareille ; LSJ obéir à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀπαμείβομαι.