ἀντερωτάω: Difference between revisions

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντερωτάω''': ὡς καὶ νῦν, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 295Β· πρβλ. Πλουτ. Κορ. 18. Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. ἀντερωτητέον, δεῖ ἀντερωτᾶν, τινά τι Κλήμ. Ἀλ. 919: - καὶ ἐπίρρ. ἀντερωτηματικῶς, κατ’ ἀντερώτησιν, ἐκ τοῦ Θεοδ. Στουδ.
|lstext='''ἀντερωτάω''': ὡς καὶ νῦν, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 295Β· πρβλ. Πλουτ. Κορ. 18. Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. ἀντερωτητέον, δεῖ ἀντερωτᾶν, τινά τι Κλήμ. Ἀλ. 919: - καὶ ἐπίρρ. ἀντερωτηματικῶς, κατ’ ἀντερώτησιν, ἐκ τοῦ Θεοδ. Στουδ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />interroger à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐρωτάω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντερωτάω Medium diacritics: ἀντερωτάω Low diacritics: αντερωτάω Capitals: ΑΝΤΕΡΩΤΑΩ
Transliteration A: anterōtáō Transliteration B: anterōtaō Transliteration C: anterotao Beta Code: a)nterwta/w

English (LSJ)

   A question in turn, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾷς; Pl.Euthd. 295b, cf. Aeschin.3.226, Aen.Tact.24.16, Plu.Cor.18.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen fragen; eine Frage erwidern, Plat. Euthyd. 295 b; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντερωτάω: ὡς καὶ νῦν, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 295Β· πρβλ. Πλουτ. Κορ. 18. Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. ἀντερωτητέον, δεῖ ἀντερωτᾶν, τινά τι Κλήμ. Ἀλ. 919: - καὶ ἐπίρρ. ἀντερωτηματικῶς, κατ’ ἀντερώτησιν, ἐκ τοῦ Θεοδ. Στουδ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
interroger à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐρωτάω.