ἀντίληξις: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντίληξις''': -εως, ἡ, ἀντέγκλησις ἢ [[ἔφεσις]] πρὸς ἀναθεώρησιν τῆς δίκης ἢ πρὸς νέαν διαιτησίαν, Δημ. 1006. 14· ἴδε ἐν λ. [[ἀντιλαγχάνω]]. | |lstext='''ἀντίληξις''': -εως, ἡ, ἀντέγκλησις ἢ [[ἔφεσις]] πρὸς ἀναθεώρησιν τῆς δίκης ἢ πρὸς νέαν διαιτησίαν, Δημ. 1006. 14· ἴδε ἐν λ. [[ἀντιλαγχάνω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action reconventionnelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιλαγχάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A motion for a new trial, D.39.38; cf. ἀντιλαγχάνω.
German (Pape)
[Seite 254] ἡ, Gegenklage, s. ἀντιλαγχάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίληξις: -εως, ἡ, ἀντέγκλησις ἢ ἔφεσις πρὸς ἀναθεώρησιν τῆς δίκης ἢ πρὸς νέαν διαιτησίαν, Δημ. 1006. 14· ἴδε ἐν λ. ἀντιλαγχάνω.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action reconventionnelle.
Étymologie: ἀντιλαγχάνω.