μεσοπόλιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσοπόλιος''': -ον, ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] τοῦ [[μεσαιπόλιος]] (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, [[ἔνθα]] νῦν γράφεται [[μεσαιπόλιος]], ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162. | |lstext='''μεσοπόλιος''': -ον, ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] τοῦ [[μεσαιπόλιος]] (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, [[ἔνθα]] νῦν γράφεται [[μεσαιπόλιος]], ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μεσαιπόλιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 139] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. μεσαιπόλιος.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοπόλιος: -ον, ὁ ὁμαλὸς τύπος τοῦ μεσαιπόλιος (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, ἔνθα νῦν γράφεται μεσαιπόλιος, ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. μεσαιπόλιος.