ἀπαύγασμα: Difference between revisions
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαύγασμα''': -ατος, τό, [[ἀκτινοβολία]], [[λάμψις]] φωτὸς προερχομένη ἐκ φωτεινοῦ σώματος, φωτὸς ἀϊδίου, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ζ΄, 26)· δόξης, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. 1. 3· πρβλ. Φίλωνα 1. 337., 2. 356, Ἡλιόδ. 5. 27. | |lstext='''ἀπαύγασμα''': -ατος, τό, [[ἀκτινοβολία]], [[λάμψις]] φωτὸς προερχομένη ἐκ φωτεινοῦ σώματος, φωτὸς ἀϊδίου, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ζ΄, 26)· δόξης, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. 1. 3· πρβλ. Φίλωνα 1. 337., 2. 356, Ἡλιόδ. 5. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />rayonnement, éclat d’une lumière.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαυγάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A radiance, effulgence, of light beaming from a luminous body, φωτὸς ἀϊδίου LXX Wi.7.26; δόξης Ep.Hebr.1.3, cf. Ph.1.337, al., Hld.5.27, Dam. ap. Simp. in Ph.775.15.
German (Pape)
[Seite 282] τό, Abglanz, Heliod. 5, 27; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαύγασμα: -ατος, τό, ἀκτινοβολία, λάμψις φωτὸς προερχομένη ἐκ φωτεινοῦ σώματος, φωτὸς ἀϊδίου, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ζ΄, 26)· δόξης, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. 1. 3· πρβλ. Φίλωνα 1. 337., 2. 356, Ἡλιόδ. 5. 27.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
rayonnement, éclat d’une lumière.
Étymologie: ἀπαυγάζω.