τοξευτός: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοξευτός''': -ή, -όν, ὁ κτυπηθεὶς διὰ βέλους, τοξευθείς, ἐκ Φοίβου Σοφ. Φιλ. 335.
|lstext='''τοξευτός''': -ή, -όν, ὁ κτυπηθεὶς διὰ βέλους, τοξευθείς, ἐκ Φοίβου Σοφ. Φιλ. 335.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />percé d’une flèche.<br />'''Étymologie:''' [[τοξεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξευτός Medium diacritics: τοξευτός Low diacritics: τοξευτός Capitals: ΤΟΞΕΥΤΟΣ
Transliteration A: toxeutós Transliteration B: toxeutos Transliteration C: tokseftos Beta Code: toceuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A struck by an arrow, ἐκ Φοίβου S.Ph. 335.

German (Pape)

[Seite 1128] mit Bogen und Pfeil geschossen, erschossen, τοξευτὸς ἐκ Φοίβου δαμείς Soph. Phil. 335.

Greek (Liddell-Scott)

τοξευτός: -ή, -όν, ὁ κτυπηθεὶς διὰ βέλους, τοξευθείς, ἐκ Φοίβου Σοφ. Φιλ. 335.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
percé d’une flèche.
Étymologie: τοξεύω.