παρεπιδείκνυμαι: Difference between revisions
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεπιδείκνῠμαι''': μέσ., ἐπιδεικνύω ἀκαίρως, [[κάμνω]] ἐπίδειξιν, Πλούτ. 2. 43D, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εὕρηται παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΕ΄, 10), ἐπιδεικνύω | |lstext='''παρεπιδείκνῠμαι''': μέσ., ἐπιδεικνύω ἀκαίρως, [[κάμνω]] ἐπίδειξιν, Πλούτ. 2. 43D, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εὕρηται παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΕ΄, 10), ἐπιδεικνύω | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=montrer à contretemps <i>ou</i> avec ostentation.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], ἐπιδείκνυμαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 517] (δείκνυμαι), zur unrechten Zeit oder aus Prahlerei vorzeigen, τί, mit Etwas prunken, δύναμιν λόγων ἀπειροκάλως, Luc. hist. conscr. 57; ἐμπειρίαν τινὰ γραμμάτων παρεπιδεικνύμενος Plut. de san. tuenda p. 389, u. öfter; Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεπιδείκνῠμαι: μέσ., ἐπιδεικνύω ἀκαίρως, κάμνω ἐπίδειξιν, Πλούτ. 2. 43D, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εὕρηται παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΕ΄, 10), ἐπιδεικνύω
French (Bailly abrégé)
montrer à contretemps ou avec ostentation.
Étymologie: παρά, ἐπιδείκνυμαι.