παρεπιδείκνυμαι
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
German (Pape)
[Seite 517] (δείκνυμαι), zur unrechten Zeit oder aus Prahlerei vorzeigen, τί, mit Etwas prunken, δύναμιν λόγων ἀπειροκάλως, Luc. hist. conscr. 57; ἐμπειρίαν τινὰ γραμμάτων παρεπιδεικνύμενος Plut. de san. tuenda p. 389, u. öfter; Philo u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
montrer à contretemps ou avec ostentation.
Étymologie: παρά, ἐπιδείκνυμαι.
Russian (Dvoretsky)
παρεπιδείκνυμαι: некстати показывать или хвастливо показывать, выставлять напоказ (ἐμπειρίαν γραμμάτων Plut.; δύναμιν λόγων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
παρεπιδείκνῠμαι: μέσ., ἐπιδεικνύω ἀκαίρως, κάμνω ἐπίδειξιν, Πλούτ. 2. 43D, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εὕρηται παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΕ΄, 10), ἐπιδεικνύω
Greek Monotonic
παρεπιδείκνῡμαι: Μέσ., επιδεικνύω άκαιρα, θέτω σε κοινή θέα εκτός εποχής, κάνω επίδειξη, σε Λουκ.