εὐαπολόγητος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐαπολόγητος''': -ον, ὃν εὐκόλως συγχωρεῖ τις, «εὐκολοσυγχώρητος», Στράβ. 463, Πλουτ. Ἀγησ. 18. | |lstext='''εὐαπολόγητος''': -ον, ὃν εὐκόλως συγχωρεῖ τις, «εὐκολοσυγχώρητος», Στράβ. 463, Πλουτ. Ἀγησ. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à excuser.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀπολογέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to excuse, Str.10.3.1, Plu.Agis 17, Hierocl.in CA19p.461M.
German (Pape)
[Seite 1057] leicht zu vertheidigen, Strab. 10, 3, 1; ἀδίκημα Plut. Ag. 17.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαπολόγητος: -ον, ὃν εὐκόλως συγχωρεῖ τις, «εὐκολοσυγχώρητος», Στράβ. 463, Πλουτ. Ἀγησ. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à excuser.
Étymologie: εὖ, ἀπολογέομαι.