παραφορά: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραφορά''': ἡ, τὸ παραφέρεσθαι, παραφορὰς ποιοῦμαι, [[σχηματίζω]] ῥυάκια, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 447. 22. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν φρενῶν, διατάραξις φρενῶν, [[παραφροσύνη]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 330· π. ἐν μέθῃ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· παραφ. διανοίας Πλούτ. 2. 249Β· φρενῶν Ρήτορες (Walz) 1. 473.
|lstext='''παραφορά''': ἡ, τὸ παραφέρεσθαι, παραφορὰς ποιοῦμαι, [[σχηματίζω]] ῥυάκια, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 447. 22. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν φρενῶν, διατάραξις φρενῶν, [[παραφροσύνη]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 330· π. ἐν μέθῃ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· παραφ. διανοίας Πλούτ. 2. 249Β· φρενῶν Ρήτορες (Walz) 1. 473.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />dérangement d’esprit, folie.<br />'''Étymologie:''' [[παραφέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφορά Medium diacritics: παραφορά Low diacritics: παραφορά Capitals: ΠΑΡΑΦΟΡΑ
Transliteration A: paraphorá Transliteration B: paraphora Transliteration C: parafora Beta Code: parafora/

English (LSJ)

Ion. παραφο-ρή, Dor. παρφορά, ἡ,

   A going aside, παραφορὰς ποιεῖσθαι to make itself by-streams, of a river, Agatharch.23.    2 movemnt to and fro, Sor.1.73 : pl., Id.2.14.    3 waving of a sword, Onos.26.1.    II mostly of the mind, derangement, distraclion, A. Eu.330(lyr.) ; τῆς αἰσθήσιος Aret.CD1.5 ; π. ἐν μέθῃ Id.SD1.6 ; frenzy, π. καὶ ἔκστασις Iamb.Myst.3.7 ; π. τῆς διανοίας Plu.2.249b ; ποδῶν π. irregular gait, Adam.2.21.    III Act., bringing up, furnishing, purveying, ζυγάστρων SIG247 ii 21 (Delph., iv B.C.), cf. PLond.3.974 ii 5 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 506] ἡ, διανοίας, Geistesverrückung, Wahnsinn; Aesch. Eum. 326; Plut. u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

παραφορά: ἡ, τὸ παραφέρεσθαι, παραφορὰς ποιοῦμαι, σχηματίζω ῥυάκια, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 447. 22. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν φρενῶν, διατάραξις φρενῶν, παραφροσύνη, Αἰσχύλ. Εὐμ. 330· π. ἐν μέθῃ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· παραφ. διανοίας Πλούτ. 2. 249Β· φρενῶν Ρήτορες (Walz) 1. 473.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
dérangement d’esprit, folie.
Étymologie: παραφέρω.