ἱεροφαντικός: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱεροφαντικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, [[στέμμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39. | |lstext='''ἱεροφαντικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, [[στέμμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />d’hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεροφάντης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of a hierophant, στέμμα Luc.Alex.60; βίβλοι ἱ.,= Lat. libri pontificales, Plu.Num.22. Adv. -κῶς Luc.Alex.39.
German (Pape)
[Seite 1243] ή, όν, den Hierophanten betreffend; στέμμα Luc. Alex. 60; βίβλοι, Bücher über die pontifices, Plut. Num. 22. – Adv., nach Art der Hierophanten, Luc. Alex. 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροφαντικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, στέμμα Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife à Rome.
Étymologie: ἱεροφάντης.