Φοινίκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6_3)
 
(Bailly1_5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Φοινίκη''': [ῑ], ἡ, ἡ [[χώρα]] τῶν Φοινίκων, Ὀδ. Δ. 83, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· πρβλ. [[Φοῖνιξ]]. ΙΙ. Φοινίκας ἀντήρη χώραν, τὴν ἐν Καρχηδόνι ἀποικίαν τῶν Φοινίκων, Εὐρ. Τρῳ. 221.
|lstext='''Φοινίκη''': [ῑ], ἡ, ἡ [[χώρα]] τῶν Φοινίκων, Ὀδ. Δ. 83, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· πρβλ. [[Φοῖνιξ]]. ΙΙ. Φοινίκας ἀντήρη χώραν, τὴν ἐν Καρχηδόνι ἀποικίαν τῶν Φοινίκων, Εὐρ. Τρῳ. 221.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />la Phénicie.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖνιξ]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Φοινίκη: [ῑ], ἡ, ἡ χώρα τῶν Φοινίκων, Ὀδ. Δ. 83, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· πρβλ. Φοῖνιξ. ΙΙ. Φοινίκας ἀντήρη χώραν, τὴν ἐν Καρχηδόνι ἀποικίαν τῶν Φοινίκων, Εὐρ. Τρῳ. 221.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
la Phénicie.
Étymologie: Φοῖνιξ.