προσβοηθέω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσβοηθέω''': Ἰων. -[[βωθέω]], [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, [[ἔρχομαι]] φέρων βοήθειαν, ἀπολ., Θουκ. 2. 25., 6. 66, 69, κτλ.· [[δέκα]] ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ὁ αὐτ. 8. 23· στρατιᾷ καὶ ἵπποις Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 5· προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Ἡρόδ. 8. 144· οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσβεβοηθήκει Θουκ. 1. 50.
|lstext='''προσβοηθέω''': Ἰων. -[[βωθέω]], [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, [[ἔρχομαι]] φέρων βοήθειαν, ἀπολ., Θουκ. 2. 25., 6. 66, 69, κτλ.· [[δέκα]] ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ὁ αὐτ. 8. 23· στρατιᾷ καὶ ἵπποις Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 5· προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Ἡρόδ. 8. 144· οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσβεβοηθήκει Θουκ. 1. 50.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />venir au secours de, <i>dat. ou</i> [[εἰς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[βοηθέω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσβοηθέω Medium diacritics: προσβοηθέω Low diacritics: προσβοηθέω Capitals: ΠΡΟΣΒΟΗΘΕΩ
Transliteration A: prosboēthéō Transliteration B: prosboētheō Transliteration C: prosvoitheo Beta Code: prosbohqe/w

English (LSJ)

Ion. προσ-βωθέω,

   A come to aid, abs., ναυσὶ π. Th.2.25, cf. 6.66, 69, etc.; δέκα ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν with ten ships... Id.8.23; στρατιᾷ καὶ ἵπποις v.l. in X.HG1.3.5; προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην v.l. in Hdt.8.144; οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσεβεβοηθήκει Th.1.50.

German (Pape)

[Seite 754] ion. προσβωθέω, zur Hülfe herbeieilen, zu Hülfe kommen; προσβωθῆσαι εἰς Βοιωτίην, Her. 8, 144; τινί, Thuc. 6, 66. 69 u. öfter; Xen. Cyr. 1, 4, 19; Pol. 2, 67, 6; εἰς τὴν Ῥώμην, 2, 24, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προσβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, ἔρχομαι φέρων βοήθειαν, ἀπολ., Θουκ. 2. 25., 6. 66, 69, κτλ.· δέκα ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ὁ αὐτ. 8. 23· στρατιᾷ καὶ ἵπποις Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 5· προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Ἡρόδ. 8. 144· οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσβεβοηθήκει Θουκ. 1. 50.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir au secours de, dat. ou εἰς et l’acc..
Étymologie: πρός, βοηθέω.