μακρόχειρ: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακρόχειρ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν (ἑτέραν) χεῖρα, Λατ. longimanus, [[ὄνομα]] Ἀρτοξέρξου τοῦ Α΄, Στράβ. 735· Ἀρτοξέρξης... [[μακρόχειρ]] ἐκαλεῖτο, τὴν δεξιὰν μείζονα τῆς ἑτέρας ἔχων Πλουτ. Ἀρτοξ. 1. | |lstext='''μακρόχειρ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν (ἑτέραν) χεῖρα, Λατ. longimanus, [[ὄνομα]] Ἀρτοξέρξου τοῦ Α΄, Στράβ. 735· Ἀρτοξέρξης... [[μακρόχειρ]] ἐκαλεῖτο, τὴν δεξιὰν μείζονα τῆς ἑτέρας ἔχων Πλουτ. Ἀρτοξ. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />aux longues mains.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[χείρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ,
A longarmed, name of Artaxerxes I, Str.15.3.21, Plu.Art.1; of athletes, Philostr.Gym.31,34.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν (ἑτέραν) χεῖρα, Λατ. longimanus, ὄνομα Ἀρτοξέρξου τοῦ Α΄, Στράβ. 735· Ἀρτοξέρξης... μακρόχειρ ἐκαλεῖτο, τὴν δεξιὰν μείζονα τῆς ἑτέρας ἔχων Πλουτ. Ἀρτοξ. 1.