καταισχυντήρ: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταισχυντήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἀτιμάζων, ἴδε ἐν λ. [[αἰσχυντήρ]], δόμων κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1333.
|lstext='''καταισχυντήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἀτιμάζων, ἴδε ἐν λ. [[αἰσχυντήρ]], δόμων κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1333.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui déshonore, gén..<br />'''Étymologie:''' [[καταισχύνω]].
}}
}}