ποικιλόγηρυς: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικῐλόγηρυς''': Δωρ. -γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ποικίλην φωνήν, πολλοὺς τόνους μουσικοὺς ἢ φθόγγους, ὁ ποικιλοτρόπως ἠχῶν, [[φόρμιγξ]] Πινδ. Ο. 3. 13˙ πρβλ. [[ποικιλόδειρος]].
|lstext='''ποικῐλόγηρυς''': Δωρ. -γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ποικίλην φωνήν, πολλοὺς τόνους μουσικοὺς ἢ φθόγγους, ὁ ποικιλοτρόπως ἠχῶν, [[φόρμιγξ]] Πινδ. Ο. 3. 13˙ πρβλ. [[ποικιλόδειρος]].
}}
{{bailly
|btext=υος (ὁ, ἡ)<br />aux sons variés.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[γῆρυς]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόγηρυς Medium diacritics: ποικιλόγηρυς Low diacritics: ποικιλόγηρυς Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΓΗΡΥΣ
Transliteration A: poikilógērys Transliteration B: poikilogērys Transliteration C: poikilogirys Beta Code: poikilo/ghrus

English (LSJ)

Dor. ποικῐλό-γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ,

   A of varied voice, many-toned, φόρμιγξ Pi.O.3.8.

German (Pape)

[Seite 649] dor. ποικιλόγαρυς, mannigfach tönend, von mannichfaltigem Klange, φόρμιγξ, Pind. Ol. 3, 8. Vgl. ποικιλόδειρος.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόγηρυς: Δωρ. -γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ποικίλην φωνήν, πολλοὺς τόνους μουσικοὺς ἢ φθόγγους, ὁ ποικιλοτρόπως ἠχῶν, φόρμιγξ Πινδ. Ο. 3. 13˙ πρβλ. ποικιλόδειρος.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
aux sons variés.
Étymologie: ποικίλος, γῆρυς.