ὀργανικός: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀργᾰνικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ὄργανου, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 12· τὰ ὀργ. μέρη ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 3. 1, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.· αἱ ὀργ. ἀρεταί, ἐπὶ δούλου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 13, 2· ὀργ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαὶ Πλούτ. 2. 718Ε· - ἰδίως ἐπὶ πολεμικῶν μηχανῶν, ἡ ὀργαν. βία Διόδ. 17. 43, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Νεώτ. 4· - ἐπὶ μουσικῆς, Πλούτ. 2. 657D. Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ μέσου ὀργάνων, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 7· τὸ κινοῦν ὀργ. ὀ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 10, 9. | |lstext='''ὀργᾰνικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ὄργανου, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 12· τὰ ὀργ. μέρη ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 3. 1, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.· αἱ ὀργ. ἀρεταί, ἐπὶ δούλου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 13, 2· ὀργ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαὶ Πλούτ. 2. 718Ε· - ἰδίως ἐπὶ πολεμικῶν μηχανῶν, ἡ ὀργαν. βία Διόδ. 17. 43, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Νεώτ. 4· - ἐπὶ μουσικῆς, Πλούτ. 2. 657D. Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ μέσου ὀργάνων, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 7· τὸ κινοῦν ὀργ. ὀ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 10, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les instruments;<br /><b>2</b> propre à servir d’instrument, qui agit comme un instrument : [[εἰς]] πλήθη PLUT sur les foules.<br />'''Étymologie:''' [[ὄργανον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A serving as organs or instruments, instrumental, esp. of the several parts of the body, Arist.PA646b26: distd. from τὰ κινητικά, Id.GA742b10 ; τὰ ὀ. μέρη Id.EN1110a16, cf. PA661b29, GA739b14, al. ; αἱ ὀ. [ἀρεταί], of a slave, Id.Pol.1259b23 ; ὀ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαί Plu.2.718f; esp. of war-engines, ἡ ὀ. βία D.S.17.43 ; ὀ. κατασκευαί Onos.42.3 : metaph., ὁ ὀ. εἰς πλήθη λόγος speech which is brought to bear on the mob, Plu.Cat.Mi.4 ; of musicians, practical, opp. λογικοί (theoretical), Id.2.657e ; ἐποιεῖτο ἀκροάσεις λογικάς τε καὶ ὀ. Supp.Epigr.2.184.6 (Tanagra, ii B.C.) ; so of surgeons, τῶν ὀ. οἱ διασημότεροι PMed.Lond.155.2.13 ; ἡ ὀ. (sc. τέχνη) Plu.Marc.14 ; but ὀργανικός, = λογικός, logical, Elias in Porph.115.17. Adv. -κῶς by way of instruments, Arist.EN1099b28; -κώτερον making more use of instruments, Simp.in Cael.504.33 ; τὸ κινοῦν ὀ. Arist.de An.433b21.
German (Pape)
[Seite 368] von, mit Werkzeugen, organisch, μέρη, Arist. eth. 3, 1; auch adv. ὀργανικῶς, 1, 9, 7; Sp., wie Plut. Cat. min. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργᾰνικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ὄργανου, μάλιστα ἐπὶ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 12· τὰ ὀργ. μέρη ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 3. 1, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.· αἱ ὀργ. ἀρεταί, ἐπὶ δούλου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 13, 2· ὀργ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαὶ Πλούτ. 2. 718Ε· - ἰδίως ἐπὶ πολεμικῶν μηχανῶν, ἡ ὀργαν. βία Διόδ. 17. 43, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Νεώτ. 4· - ἐπὶ μουσικῆς, Πλούτ. 2. 657D. Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ μέσου ὀργάνων, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 7· τὸ κινοῦν ὀργ. ὀ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 10, 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les instruments;
2 propre à servir d’instrument, qui agit comme un instrument : εἰς πλήθη PLUT sur les foules.
Étymologie: ὄργανον.