κοκκύμηλον: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοκκύμηλον''': τό, [[μῆλον]] τοῦ κόκκυγος, [[ὄνομα]] τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, [[εἶδος]] ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα».
|lstext='''κοκκύμηλον''': τό, [[μῆλον]] τοῦ κόκκυγος, [[ὄνομα]] τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, [[εἶδος]] ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />prune, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κόκκυξ]], [[μῆλον]]².
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκῠμηλον Medium diacritics: κοκκύμηλον Low diacritics: κοκκύμηλον Capitals: ΚΟΚΚΥΜΗΛΟΝ
Transliteration A: kokkýmēlon Transliteration B: kokkymēlon Transliteration C: kokkymilon Beta Code: kokku/mhlon

English (LSJ)

τό,

   A plum, Archil.173, Hippon. 81, Alex.272.5, Thphr.HP1.10.10, Gal.6.613.

German (Pape)

[Seite 1471] τό (Kuckucksapfel), Pflaume; Ath. II, 49 e ff.; Theophr.; vgl. B. A. 103, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κοκκύμηλον: τό, μῆλον τοῦ κόκκυγος, ὄνομα τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, εἶδος ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prune, fruit.
Étymologie: κόκκυξ, μῆλον².