ἀποκαύλισις: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκαύλισις''': -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ [[μέσον]], ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1. | |lstext='''ἀποκαύλισις''': -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ [[μέσον]], ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de briser net comme à la tige.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκαυλίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A breaking off by the stalk: snapping, πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.
German (Pape)
[Seite 306] ἡ, das Abbrechen des Stengels, das Durchbrechen, πηδαλίων Luc. de merc. cond. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ μέσον, ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de briser net comme à la tige.
Étymologie: ἀποκαυλίζω.