ἀπομαλακίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομᾰλᾰκίζομαι''': παθ., εἶμαι [[μαλακός]], ἢ [[δειλός]], δεικνύω ἀδυναμίαν, [[πρός]] τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10.
|lstext='''ἀπομᾰλᾰκίζομαι''': παθ., εἶμαι [[μαλακός]], ἢ [[δειλός]], δεικνύω ἀδυναμίαν, [[πρός]] τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10.
}}
{{bailly
|btext=ne pouvoir, par mollesse, se plier (à un régime de vie).<br />'''Étymologie:''' [[μαλακίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομᾰλᾰκίζομαι Medium diacritics: ἀπομαλακίζομαι Low diacritics: απομαλακίζομαι Capitals: ΑΠΟΜΑΛΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apomalakízomai Transliteration B: apomalakizomai Transliteration C: apomalakizomai Beta Code: a)pomalaki/zomai

English (LSJ)

   A to be weak or cowardly, show weakness, πρός τι in a thing, Arist.HA613a1, cf. Plu.Lyc.10.

German (Pape)

[Seite 314] aus Weichlichkeit etwas unterlassen, sich weichlich zeigen zu etwas, πρός τι Arist. H. A. 9, 7 Plut. Lyc. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομᾰλᾰκίζομαι: παθ., εἶμαι μαλακός, ἢ δειλός, δεικνύω ἀδυναμίαν, πρός τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10.

French (Bailly abrégé)

ne pouvoir, par mollesse, se plier (à un régime de vie).
Étymologie: μαλακίζω.