ἀπολείχω: Difference between revisions

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολείχω''': λείχων ἀφαιρῶ ἔκ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 478· [[λείχω]], λείχων [[καθαρίζω]] τι, οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη [[αὐτοῦ]] Εὐαγγ. Λουκ. ις΄, 21.
|lstext='''ἀπολείχω''': λείχων ἀφαιρῶ ἔκ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 478· [[λείχω]], λείχων [[καθαρίζω]] τι, οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη [[αὐτοῦ]] Εὐαγγ. Λουκ. ις΄, 21.
}}
{{bailly
|btext=essuyer en léchant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λείχω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολείχω Medium diacritics: ἀπολείχω Low diacritics: απολείχω Capitals: ΑΠΟΛΕΙΧΩ
Transliteration A: apoleíchō Transliteration B: apoleichō Transliteration C: apoleicho Beta Code: a)polei/xw

English (LSJ)

   A lick off, ἕλκη, v.l. for ἐπι-, A.R.4.478, cf. Epic. in Arch.Pap.7.6, Ath.6.250a, Sch.Il.Oxy.221ii33; lick clean, c. gen. partit., φόνου Ev.Luc.16.21.

German (Pape)

[Seite 311] ablecken, Ath. VI, 250 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολείχω: λείχων ἀφαιρῶ ἔκ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 478· λείχω, λείχων καθαρίζω τι, οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ Εὐαγγ. Λουκ. ις΄, 21.

French (Bailly abrégé)

essuyer en léchant.
Étymologie: ἀπό, λείχω.