ἀπαυγάζω: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαυγάζω''': [[ἐκπέμπω]] λάμψιν, πλέον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν [[σέλας]] ἢ τῶν δᾴδων ἀπηύγαζεν Ἡλιόδ. 3. 4· ἀπρόσφυλον Αἰθιόπων χροιὰν ἀπαυγάζουσαν, πέμπουσαν λέμψιν χρώματος ἐκφύλου τοῖς Αἰθίοψι (ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπω), ὁ αὐτ. 4. 8, Φιλόστρ. 101. ΙΙ. Μέσ., ἀκτινοβολῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 181. 2) [[βλέπω]] [[μακρόθεν]], [[αὐτόθι]] 125. | |lstext='''ἀπαυγάζω''': [[ἐκπέμπω]] λάμψιν, πλέον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν [[σέλας]] ἢ τῶν δᾴδων ἀπηύγαζεν Ἡλιόδ. 3. 4· ἀπρόσφυλον Αἰθιόπων χροιὰν ἀπαυγάζουσαν, πέμπουσαν λέμψιν χρώματος ἐκφύλου τοῖς Αἰθίοψι (ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπω), ὁ αὐτ. 4. 8, Φιλόστρ. 101. ΙΙ. Μέσ., ἀκτινοβολῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 181. 2) [[βλέπω]] [[μακρόθεν]], [[αὐτόθι]] 125. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire briller ; <i>Pass.</i> réfléchir la lumière, briller, réverbérer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπαυγάζομαι voir de loin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αὐγάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A flash forth, ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν σέλας Hld.3.4; χροιάν, χρῶμα, Id.4.8, Philostr.VA3.8. II Med., see from far, Call.Del. 125,181.
German (Pape)
[Seite 282] ausstrahlen, Heliod. – Med., glänzen, strahlen, Call. H. Del. 181; in der Ferne erblicken, ἀπαύγασαι ibid. 125.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαυγάζω: ἐκπέμπω λάμψιν, πλέον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν σέλας ἢ τῶν δᾴδων ἀπηύγαζεν Ἡλιόδ. 3. 4· ἀπρόσφυλον Αἰθιόπων χροιὰν ἀπαυγάζουσαν, πέμπουσαν λέμψιν χρώματος ἐκφύλου τοῖς Αἰθίοψι (ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπω), ὁ αὐτ. 4. 8, Φιλόστρ. 101. ΙΙ. Μέσ., ἀκτινοβολῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 181. 2) βλέπω μακρόθεν, αὐτόθι 125.
French (Bailly abrégé)
faire briller ; Pass. réfléchir la lumière, briller, réverbérer;
Moy. ἀπαυγάζομαι voir de loin.
Étymologie: ἀπό, αὐγάζω.