ἀπαυγάζω: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαυγάζω''': [[ἐκπέμπω]] λάμψιν, πλέον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν [[σέλας]] ἢ τῶν δᾴδων ἀπηύγαζεν Ἡλιόδ. 3. 4· ἀπρόσφυλον Αἰθιόπων χροιὰν ἀπαυγάζουσαν, πέμπουσαν λέμψιν χρώματος ἐκφύλου τοῖς Αἰθίοψι (ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπω), ὁ αὐτ. 4. 8, Φιλόστρ. 101. ΙΙ. Μέσ., ἀκτινοβολῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 181. 2) [[βλέπω]] [[μακρόθεν]], [[αὐτόθι]] 125.
|lstext='''ἀπαυγάζω''': [[ἐκπέμπω]] λάμψιν, πλέον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν [[σέλας]] ἢ τῶν δᾴδων ἀπηύγαζεν Ἡλιόδ. 3. 4· ἀπρόσφυλον Αἰθιόπων χροιὰν ἀπαυγάζουσαν, πέμπουσαν λέμψιν χρώματος ἐκφύλου τοῖς Αἰθίοψι (ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπω), ὁ αὐτ. 4. 8, Φιλόστρ. 101. ΙΙ. Μέσ., ἀκτινοβολῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 181. 2) [[βλέπω]] [[μακρόθεν]], [[αὐτόθι]] 125.
}}
{{bailly
|btext=faire briller ; <i>Pass.</i> réfléchir la lumière, briller, réverbérer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπαυγάζομαι voir de loin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αὐγάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαυγάζω Medium diacritics: ἀπαυγάζω Low diacritics: απαυγάζω Capitals: ΑΠΑΥΓΑΖΩ
Transliteration A: apaugázō Transliteration B: apaugazō Transliteration C: apavgazo Beta Code: a)pauga/zw

English (LSJ)

   A flash forth, ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν σέλας Hld.3.4; χροιάν, χρῶμα, Id.4.8, Philostr.VA3.8.    II Med., see from far, Call.Del. 125,181.

German (Pape)

[Seite 282] ausstrahlen, Heliod. – Med., glänzen, strahlen, Call. H. Del. 181; in der Ferne erblicken, ἀπαύγασαι ibid. 125.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαυγάζω: ἐκπέμπω λάμψιν, πλέον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν σέλας ἢ τῶν δᾴδων ἀπηύγαζεν Ἡλιόδ. 3. 4· ἀπρόσφυλον Αἰθιόπων χροιὰν ἀπαυγάζουσαν, πέμπουσαν λέμψιν χρώματος ἐκφύλου τοῖς Αἰθίοψι (ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπω), ὁ αὐτ. 4. 8, Φιλόστρ. 101. ΙΙ. Μέσ., ἀκτινοβολῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 181. 2) βλέπω μακρόθεν, αὐτόθι 125.

French (Bailly abrégé)

faire briller ; Pass. réfléchir la lumière, briller, réverbérer;
Moy. ἀπαυγάζομαι voir de loin.
Étymologie: ἀπό, αὐγάζω.