ἀποτορνεύω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτορνεύω''': ποιῶ τι στρογγύλον ὡς διὰ τόρνου, μεταφ., ἐπεξεργάζομαί τι μετ’ ἐπιμελείας καὶ ἀκριβείας, ἐν τῷ παθ., σαφῆ καὶ στρογγύλα ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε· τὴν φράσιν ταύτην ἐμιμήθη ὁ Πλούταρχος ἐν 2. 45Α, καὶ ἄλλοι: ― Ἐντεῦθεν καὶ τὸ ουσιαστ. ἀποτόρνευσις, ἡ, τῆς τῶν λόγων ἀποτορνεύσεως Τζέτζης Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 20.11.
|lstext='''ἀποτορνεύω''': ποιῶ τι στρογγύλον ὡς διὰ τόρνου, μεταφ., ἐπεξεργάζομαί τι μετ’ ἐπιμελείας καὶ ἀκριβείας, ἐν τῷ παθ., σαφῆ καὶ στρογγύλα ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε· τὴν φράσιν ταύτην ἐμιμήθη ὁ Πλούταρχος ἐν 2. 45Α, καὶ ἄλλοι: ― Ἐντεῦθεν καὶ τὸ ουσιαστ. ἀποτόρνευσις, ἡ, τῆς τῶν λόγων ἀποτορνεύσεως Τζέτζης Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 20.11.
}}
{{bailly
|btext=travailler sur le tour, arrondir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τορνεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτορνεύω Medium diacritics: ἀποτορνεύω Low diacritics: αποτορνεύω Capitals: ΑΠΟΤΟΡΝΕΥΩ
Transliteration A: apotorneúō Transliteration B: apotorneuō Transliteration C: apotorneyo Beta Code: a)potorneu/w

English (LSJ)

   A round off as by the lathe, εἰς σφαῖραν -τετορνευμένος Ph.1.505: metaph. of polished language, σαφῆ καὶ στρογγύλα . . τὰ ὀνόματα ἀποτετόρνευται Pl.Phdr.234e (imitated by Plu.2.45a); κέγχρους Jul.Or.3.112a; περιόδους ib.2.77a.

German (Pape)

[Seite 332] abdrechseln, d. h. sorgfältig ausarbeiten, ὀνόματα σαφῆ καὶ στρογγύλα ἀποτετόρνευται Plat. Phaedr. 234 e; λόγον Rhett. – νῆσον, eine Insel bilden.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτορνεύω: ποιῶ τι στρογγύλον ὡς διὰ τόρνου, μεταφ., ἐπεξεργάζομαί τι μετ’ ἐπιμελείας καὶ ἀκριβείας, ἐν τῷ παθ., σαφῆ καὶ στρογγύλα ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε· τὴν φράσιν ταύτην ἐμιμήθη ὁ Πλούταρχος ἐν 2. 45Α, καὶ ἄλλοι: ― Ἐντεῦθεν καὶ τὸ ουσιαστ. ἀποτόρνευσις, ἡ, τῆς τῶν λόγων ἀποτορνεύσεως Τζέτζης Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 20.11.

French (Bailly abrégé)

travailler sur le tour, arrondir.
Étymologie: ἀπό, τορνεύω.