ἀπονήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονήχομαι''': μέλλ. ἀπονήξομαι, ἀποθ., [[ἐκφεύγω]] κολυμβῶν, σῴζομαι κολυμβῶν, ἀποκολυμβῶ, ἀπενήξατο πρὸς τὴν ἐπιβοηθοῦσαν αὐτῷ τριημιολίαν Πολύβ. 16. 3, 14, Λουκ. Ἁλ. 50· ἀπό τινος, ἀπονήξασθαι καὶ φυγεῖν μὴ δυνάμενος Πλούτ. 831Ε.
|lstext='''ἀπονήχομαι''': μέλλ. ἀπονήξομαι, ἀποθ., [[ἐκφεύγω]] κολυμβῶν, σῴζομαι κολυμβῶν, ἀποκολυμβῶ, ἀπενήξατο πρὸς τὴν ἐπιβοηθοῦσαν αὐτῷ τριημιολίαν Πολύβ. 16. 3, 14, Λουκ. Ἁλ. 50· ἀπό τινος, ἀπονήξασθαι καὶ φυγεῖν μὴ δυνάμενος Πλούτ. 831Ε.
}}
{{bailly
|btext=s’échapper à la nage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], νήχομαι.
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονήχομαι Medium diacritics: ἀπονήχομαι Low diacritics: απονήχομαι Capitals: ΑΠΟΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: aponḗchomai Transliteration B: aponēchomai Transliteration C: aponichomai Beta Code: a)ponh/xomai

English (LSJ)

   A escape by swimming, swim away, Plb.16.3.14, Luc. Pisc.50: metaph., τοῦ σώματος escape from .., Plu.2.476a; πόλεως J.BJ2.20.1.

German (Pape)

[Seite 316] wegschwimmen, so daß man entkommt, πρὸς τὴν ναῦν Pol. 16, 3; Luc. Pisc. 50; oft Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονήχομαι: μέλλ. ἀπονήξομαι, ἀποθ., ἐκφεύγω κολυμβῶν, σῴζομαι κολυμβῶν, ἀποκολυμβῶ, ἀπενήξατο πρὸς τὴν ἐπιβοηθοῦσαν αὐτῷ τριημιολίαν Πολύβ. 16. 3, 14, Λουκ. Ἁλ. 50· ἀπό τινος, ἀπονήξασθαι καὶ φυγεῖν μὴ δυνάμενος Πλούτ. 831Ε.

French (Bailly abrégé)

s’échapper à la nage.
Étymologie: ἀπό, νήχομαι.