ἀριστευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀριστευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀριστεύων, ἢ ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἄριστον, ὁ [[ἐπιτήδειος]] δι’ [[ἔξοχα]] κατορθώματα, Μάξ. Τύρ. 21. 1, Πλούτ. 2. 319B.
|lstext='''ἀριστευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀριστεύων, ἢ ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἄριστον, ὁ [[ἐπιτήδειος]] δι’ [[ἔξοχα]] κατορθώματα, Μάξ. Τύρ. 21. 1, Πλούτ. 2. 319B.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />habitué à l’emporter sur les autres, à se distinguer par de hauts faits.<br />'''Étymologie:''' [[ἀριστεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστευτικός Medium diacritics: ἀριστευτικός Low diacritics: αριστευτικός Capitals: ΑΡΙΣΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aristeutikós Transliteration B: aristeutikos Transliteration C: aristeftikos Beta Code: a)risteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of, belonging to valiant deeds, Max.Tyr.29.1, Plu.2.319b.

German (Pape)

[Seite 352] sich auszeichnend, wacker, tapfer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀριστεύων, ἢ ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἄριστον, ὁ ἐπιτήδειος δι’ ἔξοχα κατορθώματα, Μάξ. Τύρ. 21. 1, Πλούτ. 2. 319B.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habitué à l’emporter sur les autres, à se distinguer par de hauts faits.
Étymologie: ἀριστεύω.