ἀπροσδεής: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπροσδεής''': -ές, ὁ μὴ ἔχων χρείαν πλειοτέρου, ἢ [[ἁπλῶς]] ὁ μὴ ἔχων χρείαν τινὸς πράγματος, Πλούτ. 2. 122F, 381Β, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 36. | |lstext='''ἀπροσδεής''': -ές, ὁ μὴ ἔχων χρείαν πλειοτέρου, ἢ [[ἁπλῶς]] ὁ μὴ ἔχων χρείαν τινὸς πράγματος, Πλούτ. 2. 122F, 381Β, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui n’a pas besoin de, gén. ; <i>abs.</i> qui se suffit à lui-même.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προσδέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A without want of anything, LXX 1 Ma.12.9, al., Phld.D.3.13; φιλοσοφίας Plu.2.122f, cf. 381b, Luc.Hist.Conscr.36: abs., self-sufficient, Plu.Comp.Arist.Cat. 4, Plot.5.9.4.
German (Pape)
[Seite 339] ές, nicht dazu bedürfend, τινός Plut. Pericl. 16; dah. selbstständig, sich selbst genügend, Plut. adv. St. 20; neben αὐτάρκης Stoic. rep. 4, oft.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσδεής: -ές, ὁ μὴ ἔχων χρείαν πλειοτέρου, ἢ ἁπλῶς ὁ μὴ ἔχων χρείαν τινὸς πράγματος, Πλούτ. 2. 122F, 381Β, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 36.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui n’a pas besoin de, gén. ; abs. qui se suffit à lui-même.
Étymologie: ἀ, προσδέω.