ἀτράφαξυς: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτράφαξυς''': -υος, ἡ, [[εἶδος]] βοτάνης ὁμοίας πρὸς «σπανάκι», Λατ. atriplex· κατὰ Sibthorp τὸ σημερινὸν [[ὄνομα]] αὐτῆς [[εἶναι]] ἀγριοσπανακιά· ὅτι δὲ ὁ διὰ τοῦ υ [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς φαίνεται ἐκ τοῦ ψευδατραφάξυς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630, πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 565, 17· ἀλλ’ ἐν Διοσκ. 2. 145, κτλ., [[εἶναι]] γεγραμμένον ἀτράφαξις = [[χρυσολάχανον]]· ἐν δὲ Ἱππ. 359. 43, Θεοφρ., κτλ., [[ἀνδράφαξις]]· παρὰ δὲ Εὐστ. 539. 5, [[ἀδράφαξυς]].
|lstext='''ἀτράφαξυς''': -υος, ἡ, [[εἶδος]] βοτάνης ὁμοίας πρὸς «σπανάκι», Λατ. atriplex· κατὰ Sibthorp τὸ σημερινὸν [[ὄνομα]] αὐτῆς [[εἶναι]] ἀγριοσπανακιά· ὅτι δὲ ὁ διὰ τοῦ υ [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς φαίνεται ἐκ τοῦ ψευδατραφάξυς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630, πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 565, 17· ἀλλ’ ἐν Διοσκ. 2. 145, κτλ., [[εἶναι]] γεγραμμένον ἀτράφαξις = [[χρυσολάχανον]]· ἐν δὲ Ἱππ. 359. 43, Θεοφρ., κτλ., [[ἀνδράφαξις]]· παρὰ δὲ Εὐστ. 539. 5, [[ἀδράφαξυς]].
}}
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br />arroche, <i>légume</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue, sans doute emprunt à une langue non i.-e.
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτράφαξυς Medium diacritics: ἀτράφαξυς Low diacritics: ατράφαξυς Capitals: ΑΤΡΑΦΑΞΥΣ
Transliteration A: atráphaxys Transliteration B: atraphaxys Transliteration C: atrafaksys Beta Code: a)tra/facus

English (LSJ)

[ᾰτρᾰ], υος, ἡ,

   A orach, Atriplex rosea, Hp.Vict.2.54, Thphr.HP7.1.2,al., Dsc.2.119, Gal.6.633. (The correct form is implied by the compound ψευδ-ατράφαξυς Ar.Eq.630, cf.EM565.17; other spellings are ἀδράφαξυς (ἁδρ- Eust.539.5) Thphr.l.c., ἀνδράφαξυς Dsc. l.c., Hp. l.c., ἀτράφαξις v.l. Dsc. l.c., Gal.11.843, cf. Hdn.Gr.1.539, 2.49,467.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀτράφαξυς: -υος, ἡ, εἶδος βοτάνης ὁμοίας πρὸς «σπανάκι», Λατ. atriplex· κατὰ Sibthorp τὸ σημερινὸν ὄνομα αὐτῆς εἶναι ἀγριοσπανακιά· ὅτι δὲ ὁ διὰ τοῦ υ τύπος εἶναι ὁ ὀρθὸς φαίνεται ἐκ τοῦ ψευδατραφάξυς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630, πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 565, 17· ἀλλ’ ἐν Διοσκ. 2. 145, κτλ., εἶναι γεγραμμένον ἀτράφαξις = χρυσολάχανον· ἐν δὲ Ἱππ. 359. 43, Θεοφρ., κτλ., ἀνδράφαξις· παρὰ δὲ Εὐστ. 539. 5, ἀδράφαξυς.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
arroche, légume.
Étymologie: DELG étym. inconnue, sans doute emprunt à une langue non i.-e.