αὐτοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοκτόνος''': -ον, ὁ [[ἰδίᾳ]] χειρὶ κτείνων. - Ἐπίρρ. αὐτοκτόνως, ἰδιοχείρως, δρᾶσαι τόδ’ [[ἔργον]] οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως Αἰσχύλ. Ἀγ. 1635: - οὕτω, τέκνοις προσβαλεῖν χέρ’ αὐτοκτόνον, ἐπὶ τῆς Μηδείας, ἥτις ἀπέκτεινε τὰ ἴδια ἐαυτῆς τέκνα, Εὐρ. Μήδ. 1254. 2) [[ἀλληλοκτόνος]], ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 805˙ ἀνδροῖν δ’ ὁμαίμοιν [[θάνατος]] ὦδ’ αὐτόκτονος, [[ἀμοιβαῖος]] διὰ τῶν χειρῶν [[ἀλλήλων]], [[αὐτόθι]] 681, πρβλ. αὐτοκτόνως, [[ἐπειδὰν]] αὐτοκτόνως αὐτοδάϊκτοι θάνωσι [[αὐτόθι]] 734˙ αὐτοκτόνα δῶρα, τὰ προξενοῦντα θάνατον εἰς τὸν λαμβάνοντα, Ἀνθ. Π. 7. 152.
|lstext='''αὐτοκτόνος''': -ον, ὁ [[ἰδίᾳ]] χειρὶ κτείνων. - Ἐπίρρ. αὐτοκτόνως, ἰδιοχείρως, δρᾶσαι τόδ’ [[ἔργον]] οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως Αἰσχύλ. Ἀγ. 1635: - οὕτω, τέκνοις προσβαλεῖν χέρ’ αὐτοκτόνον, ἐπὶ τῆς Μηδείας, ἥτις ἀπέκτεινε τὰ ἴδια ἐαυτῆς τέκνα, Εὐρ. Μήδ. 1254. 2) [[ἀλληλοκτόνος]], ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 805˙ ἀνδροῖν δ’ ὁμαίμοιν [[θάνατος]] ὦδ’ αὐτόκτονος, [[ἀμοιβαῖος]] διὰ τῶν χειρῶν [[ἀλλήλων]], [[αὐτόθι]] 681, πρβλ. αὐτοκτόνως, [[ἐπειδὰν]] αὐτοκτόνως αὐτοδάϊκτοι θάνωσι [[αὐτόθι]] 734˙ αὐτοκτόνα δῶρα, τὰ προξενοῦντα θάνατον εἰς τὸν λαμβάνοντα, Ἀνθ. Π. 7. 152.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue (les siens) de sa propre main.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κτείνω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκτόνος Medium diacritics: αὐτοκτόνος Low diacritics: αυτοκτόνος Capitals: ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: autoktónos Transliteration B: autoktonos Transliteration C: aftoktonos Beta Code: au)tokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A self-slaying, χεὶρ αὐ., of Medea, who slew her own children, E.Med.1254 (lyr.). Adv. -νως with one's own hand, A.Ag.1635.    2 slaying one another, χέρες Id.Th.810; θάνατος αὐ. mutual death by each other's hand, ib.681; δῶρα αὐ. AP7.152 (Leont.). Adv. -νως A.Th.734 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκτόνος: -ον, ὁ ἰδίᾳ χειρὶ κτείνων. - Ἐπίρρ. αὐτοκτόνως, ἰδιοχείρως, δρᾶσαι τόδ’ ἔργον οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως Αἰσχύλ. Ἀγ. 1635: - οὕτω, τέκνοις προσβαλεῖν χέρ’ αὐτοκτόνον, ἐπὶ τῆς Μηδείας, ἥτις ἀπέκτεινε τὰ ἴδια ἐαυτῆς τέκνα, Εὐρ. Μήδ. 1254. 2) ἀλληλοκτόνος, ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 805˙ ἀνδροῖν δ’ ὁμαίμοιν θάνατος ὦδ’ αὐτόκτονος, ἀμοιβαῖος διὰ τῶν χειρῶν ἀλλήλων, αὐτόθι 681, πρβλ. αὐτοκτόνως, ἐπειδὰν αὐτοκτόνως αὐτοδάϊκτοι θάνωσι αὐτόθι 734˙ αὐτοκτόνα δῶρα, τὰ προξενοῦντα θάνατον εἰς τὸν λαμβάνοντα, Ἀνθ. Π. 7. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue (les siens) de sa propre main.
Étymologie: αὐτός, κτείνω.