ὡραϊσμός: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὡρᾱϊσμός''': ὁ, [[καλλωπισμός]], [[κομψότης]], Πλουτ. Ἆγις 4., 2. 972D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας ἐκθηλύνσεως καὶ προσποιήσεως, Ἑβδ. (Ἱερ. Δ΄, 30)· μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1, Πλουτ. Φάβ. 1. | |lstext='''ὡρᾱϊσμός''': ὁ, [[καλλωπισμός]], [[κομψότης]], Πλουτ. Ἆγις 4., 2. 972D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας ἐκθηλύνσεως καὶ προσποιήσεως, Ἑβδ. (Ἱερ. Δ΄, 30)· μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1, Πλουτ. Φάβ. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />beauté, grâce.<br />'''Étymologie:''' [[ὡραῖος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A adornment, τοῦ σώματος, Plu.Agis 4; refinement, Id.2.972d; with notion of effeminacy and affectation, LXXJe.4.30: metaph. of style, elegance, D.H.Comp.1, Plu.Fab.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρᾱϊσμός: ὁ, καλλωπισμός, κομψότης, Πλουτ. Ἆγις 4., 2. 972D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐννοίας ἐκθηλύνσεως καὶ προσποιήσεως, Ἑβδ. (Ἱερ. Δ΄, 30)· μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1, Πλουτ. Φάβ. 1.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
beauté, grâce.
Étymologie: ὡραῖος.