βοάγριον: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βοάγριον''': τό, ἀσπὶς ἐκ δέρματος ἀγρίου ταύρου, Ἰλ. Μ. 22, κ. ἀλλ. | |lstext='''βοάγριον''': τό, ἀσπὶς ἐκ δέρματος ἀγρίου ταύρου, Ἰλ. Μ. 22, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />bouclier de peau de bœuf sauvage.<br />'''Étymologie:''' [[βόαγρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A shield of wild bull's hide, Il.12.22, Od.16.296, AP9.323 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 450] τό, Schild vom Fell eines (wilden?) Ochsen; Hom. zweimal, Iliad. 12, 22 πολλὰ βοάγρια καὶ τρυφάλειαι, Odyss. 16, 296 δύο φάσγανα καὶ δύο δοῦρε καὶ δοιὰ βοάγρια; – sp. D., wie Antip. 29 (IX, 323).
Greek (Liddell-Scott)
βοάγριον: τό, ἀσπὶς ἐκ δέρματος ἀγρίου ταύρου, Ἰλ. Μ. 22, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bouclier de peau de bœuf sauvage.
Étymologie: βόαγρος.