Γαλάται: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Γαλάται''': οἱ, [[λέξις]] μεταγεν. ἀντὶ τοῦ [[Κελτοί]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 30, Πολύβ. 1. 6, 2, κ. ἀλλ.· ― ἐπίθ. Γαλατικός, ή, όν, Ἀριστ. Κόσμ. 3, 9 καὶ 11. | |lstext='''Γαλάται''': οἱ, [[λέξις]] μεταγεν. ἀντὶ τοῦ [[Κελτοί]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 30, Πολύβ. 1. 6, 2, κ. ἀλλ.· ― ἐπίθ. Γαλατικός, ή, όν, Ἀριστ. Κόσμ. 3, 9 καὶ 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[Γαλάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
[λᾰ], οἱ,
A = Κελτοί (but Κελτοὶ καὶ Γ. Arist.Fr.35), Plb.1.6.2, etc.: fem. sg. Γαλάτισσα, GDI2154.7 (Delph., ii B. C.):—Adj. Γᾰλᾰτικός, ή, όν, πέλαγος Arist.Mu.393a27; χώρα Act.Ap.16.6; ἔργα βάρβαρα καὶ Γ. Plu.2.1049b. Adv. -κῶς, ἐνεσκευασμένος Id.Oth.6.
Greek (Liddell-Scott)
Γαλάται: οἱ, λέξις μεταγεν. ἀντὶ τοῦ Κελτοί, Ἀριστ. Ἀποσπ. 30, Πολύβ. 1. 6, 2, κ. ἀλλ.· ― ἐπίθ. Γαλατικός, ή, όν, Ἀριστ. Κόσμ. 3, 9 καὶ 11.
French (Bailly abrégé)
v. Γαλάτης.