γυμνωτέος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γυμνωτέος''': -α, -ον, ὃν πρέπει να ἀπογυμνώσῃ ἢ νὰ ἀποστερήσῃ τις, τινὸς Πλάτ. Πολιτ. 361C. | |lstext='''γυμνωτέος''': -α, -ον, ὃν πρέπει να ἀπογυμνώσῃ ἢ νὰ ἀποστερήσῃ τις, τινὸς Πλάτ. Πολιτ. 361C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[γυμνόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be stripped of, τινός Pl.R.361c. II γυμνωτέον, one must strip, Gal.10.448: pl., -τέα Them.Or.23.294c.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνωτέος: -α, -ον, ὃν πρέπει να ἀπογυμνώσῃ ἢ νὰ ἀποστερήσῃ τις, τινὸς Πλάτ. Πολιτ. 361C.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de γυμνόω.