Γηρυόνης: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Γηρυόνης''': -ου, ὁ, ([[γηρύω]], ὁ φωνάζων, κράζων) ὁ τριπλοῦν [[σῶμα]] ἔχων γίγας, Πίνδ. Ι. 1. 13, κτλ.· [[ὡσαύτως]] Γηρυονεύς, έως, Ἐπ. -ῆος Ἡσ. Θ. 287· Γηρυών, όνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 870·- [[ἐντεῦθεν]] Γηρυονὶς ἢ -ηΐς, ίδος, ἡ, [[ποίημα]] τοῦ Στησιχόρου εἰς τὸν Γηρυόνην ἀναφερόμενον, Ἀθήν. 499Ε, Παυσ. 8. 3, 2. | |lstext='''Γηρυόνης''': -ου, ὁ, ([[γηρύω]], ὁ φωνάζων, κράζων) ὁ τριπλοῦν [[σῶμα]] ἔχων γίγας, Πίνδ. Ι. 1. 13, κτλ.· [[ὡσαύτως]] Γηρυονεύς, έως, Ἐπ. -ῆος Ἡσ. Θ. 287· Γηρυών, όνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 870·- [[ἐντεῦθεν]] Γηρυονὶς ἢ -ηΐς, ίδος, ἡ, [[ποίημα]] τοῦ Στησιχόρου εἰς τὸν Γηρυόνην ἀναφερόμενον, Ἀθήν. 499Ε, Παυσ. 8. 3, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου, <i>ion.</i> εω (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[Γηρυών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (γηρύω) the three-bodied Giant Geryon, Pi.I.1.13, etc.: Γηρῠονεύς, έως, Ep. ῆος, Hes.Th.287: Γηρῠών, όνος, A. Ag.870:—hence Γηρῠονίς or γηροτροφ-ηΐς, ίδος, ἡ,
A a poem on Geryon by Stesichorus, Ath.11.499e, Paus.8.3.2.
Greek (Liddell-Scott)
Γηρυόνης: -ου, ὁ, (γηρύω, ὁ φωνάζων, κράζων) ὁ τριπλοῦν σῶμα ἔχων γίγας, Πίνδ. Ι. 1. 13, κτλ.· ὡσαύτως Γηρυονεύς, έως, Ἐπ. -ῆος Ἡσ. Θ. 287· Γηρυών, όνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 870·- ἐντεῦθεν Γηρυονὶς ἢ -ηΐς, ίδος, ἡ, ποίημα τοῦ Στησιχόρου εἰς τὸν Γηρυόνην ἀναφερόμενον, Ἀθήν. 499Ε, Παυσ. 8. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
ου, ion. εω (ὁ) :
c. Γηρυών.