δενδρόφυτος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δενδρόφυτος''': -ον, πεφυτευμένος δένδροις, [[κατάφυτος]], [[χώρα]] Πλούτ. Καμ. 16. ΙΙ. [[πέτρα]] δ., [[εἶδος]] ἀχάτου λίθου φέροντος σημεῖά τινα ὅμοια πρὸς δένδρα, Ὀρφ. Λιθ. 230.
|lstext='''δενδρόφυτος''': -ον, πεφυτευμένος δένδροις, [[κατάφυτος]], [[χώρα]] Πλούτ. Καμ. 16. ΙΙ. [[πέτρα]] δ., [[εἶδος]] ἀχάτου λίθου φέροντος σημεῖά τινα ὅμοια πρὸς δένδρα, Ὀρφ. Λιθ. 230.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />planté d’arbres, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], [[φύω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρόφῠτος Medium diacritics: δενδρόφυτος Low diacritics: δενδρόφυτος Capitals: ΔΕΝΔΡΟΦΥΤΟΣ
Transliteration A: dendróphytos Transliteration B: dendrophytos Transliteration C: dendrofytos Beta Code: dendro/futos

English (LSJ)

ον,

   A planted with trees, χώρα Plu.Cam.16, cf. PRyl.427.    II πέτρα δ. a kind of agate, with tree-like marks, Orph.L.232.

German (Pape)

[Seite 546] 1) mit Bäumen bewachsen, Plut. Cam. 16. – 2) πέτρα, ein Stein mit Abdrücken von Bäumen u. Pflanzen, Orph. Lith. 230.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρόφυτος: -ον, πεφυτευμένος δένδροις, κατάφυτος, χώρα Πλούτ. Καμ. 16. ΙΙ. πέτρα δ., εἶδος ἀχάτου λίθου φέροντος σημεῖά τινα ὅμοια πρὸς δένδρα, Ὀρφ. Λιθ. 230.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté d’arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον, φύω.