δερμάτινος: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δερμάτινος''': -η, -ον, πεποιημένος ἐκ δέρματος, «πέτσινος», ἠρτύναντο δ’ ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δ. Ὀδ. Δ. 782., Θ. 53· ἀσπὶς Ἡρόδ. 7. 79· ὑμὴν Ἀριστ. Ἀποσπ. 316· πλοῖα Στράβ. 778.
|lstext='''δερμάτινος''': -η, -ον, πεποιημένος ἐκ δέρματος, «πέτσινος», ἠρτύναντο δ’ ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δ. Ὀδ. Δ. 782., Θ. 53· ἀσπὶς Ἡρόδ. 7. 79· ὑμὴν Ἀριστ. Ἀποσπ. 316· πλοῖα Στράβ. 778.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de peau, de cuir (gaine, bouclier, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[δέρμα]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δερμᾰτινος Medium diacritics: δερμάτινος Low diacritics: δερμάτινος Capitals: ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΣ
Transliteration A: dermátinos Transliteration B: dermatinos Transliteration C: dermatinos Beta Code: derma/tinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of skin, leathern, ἠρτύναντο δ' ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δ. Od.4.782; ἀσπίς Hdt. 7.79; ὑμήν Arist.Fr.335; πλοῖα Str.16.4.19; ζώνη Ev.Marc.1.6; ὑποδήματα IG5(1).1390.23 (Andania, i B. C.); τεύχη Inscr.Prien.114.11,30 (i B. C.); ὄγκος Ph.1.100; χιτών (of the human skin), Porph. Abst.2.46.

German (Pape)

[Seite 549] ledern; Homer zweimal, Odyss. 8, 53. 4, 782 ἠρτύναντο δ' ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισιν; – Her. 7, 79 ἀσπίδας δερματίνας, Plat. Eryx. 400 e σίσυραν δερματίνην.

Greek (Liddell-Scott)

δερμάτινος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ δέρματος, «πέτσινος», ἠρτύναντο δ’ ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δ. Ὀδ. Δ. 782., Θ. 53· ἀσπὶς Ἡρόδ. 7. 79· ὑμὴν Ἀριστ. Ἀποσπ. 316· πλοῖα Στράβ. 778.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de peau, de cuir (gaine, bouclier, etc.).
Étymologie: δέρμα.