διακαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακαλύπτω''': μέλλ. -ψω, φανερώνω, [[ἀποκαλύπτω]], Δημ. 155. 26. ― Μέσ., διακαλύψασθαι τὸ [[ἱμάτιον]], ― ἀφελέσθαι τὸ ἱμ., Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 19.
|lstext='''διακαλύπτω''': μέλλ. -ψω, φανερώνω, [[ἀποκαλύπτω]], Δημ. 155. 26. ― Μέσ., διακαλύψασθαι τὸ [[ἱμάτιον]], ― ἀφελέσθαι τὸ ἱμ., Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 19.
}}
{{bailly
|btext=découvrir aux regards;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακαλύπτομαι se mettre à nu en ôtant : τὸ [[ἱμάτιον]] ÉL son vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[καλύπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰλύπτω Medium diacritics: διακαλύπτω Low diacritics: διακαλύπτω Capitals: ΔΙΑΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: diakalýptō Transliteration B: diakalyptō Transliteration C: diakalypto Beta Code: diakalu/ptw

English (LSJ)

—Pass., fut.

   A -καλυφθήσομαι D.11.13:—reveal, βουλεύματα D.H.5.54, cf. J.BJ6.3.4, Plu.2.764b:—Med., διακαλύψασθαι τὸ ἱμάτιον throw aside one's cloak, Ael.VH5.19:—Pass., D. l.c.

German (Pape)

[Seite 580] enthüllen; ἁμαρτίας Dem. 11, 13; Plut. Alex. 17; διακαλυψάμενος τὸ ἱμάτιον Ael. V. H. 5, 19, zurückschlagen.

Greek (Liddell-Scott)

διακαλύπτω: μέλλ. -ψω, φανερώνω, ἀποκαλύπτω, Δημ. 155. 26. ― Μέσ., διακαλύψασθαι τὸ ἱμάτιον, ― ἀφελέσθαι τὸ ἱμ., Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 19.

French (Bailly abrégé)

découvrir aux regards;
Moy. διακαλύπτομαι se mettre à nu en ôtant : τὸ ἱμάτιον ÉL son vêtement.
Étymologie: διά, καλύπτω.