διασταυρόω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασταυρόω''': περιφράσω, ὀχυρῶ διὰ σταυρώματος, Δίων Κ. 41. 50· μέσ, διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν, νὰ ὀχυρώσωσιν αὐτόν, Θουκ. 6. 97 πρβλ. [[διαταφρεύω]].
|lstext='''διασταυρόω''': περιφράσω, ὀχυρῶ διὰ σταυρώματος, Δίων Κ. 41. 50· μέσ, διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν, νὰ ὀχυρώσωσιν αὐτόν, Θουκ. 6. 97 πρβλ. [[διαταφρεύω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf. 3ᵉ sg.</i> διεσταύρου;<br />munir de palissades, de retranchements.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σταυρόω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασταυρόω Medium diacritics: διασταυρόω Low diacritics: διασταυρόω Capitals: ΔΙΑΣΤΑΥΡΟΩ
Transliteration A: diastauróō Transliteration B: diastauroō Transliteration C: diastavroo Beta Code: diastauro/w

English (LSJ)

   A cut off and fortify with a palisade, D.C.41.50:—Med., διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν to have it fortified, Th.6.97.

German (Pape)

[Seite 603] verpallisadiren, Dio Cass. 41, 50. – Med., Thuc. 6, 97, τὸν ἰσθμόν.

Greek (Liddell-Scott)

διασταυρόω: περιφράσω, ὀχυρῶ διὰ σταυρώματος, Δίων Κ. 41. 50· μέσ, διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν, νὰ ὀχυρώσωσιν αὐτόν, Θουκ. 6. 97 πρβλ. διαταφρεύω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. 3ᵉ sg. διεσταύρου;
munir de palissades, de retranchements.
Étymologie: διά, σταυρόω.