διατρέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διατρέω''': μέλλ, -τρέσω, ὑπὸ φόβου [[φεύγω]], διέτρεσαν ἄλλυδις [[ἄλλος]] Ἰλ. Λ.486, πρβλ. Ρ.729. | |lstext='''διατρέω''': μέλλ, -τρέσω, ὑπὸ φόβου [[φεύγω]], διέτρεσαν ἄλλυδις [[ἄλλος]] Ἰλ. Λ.486, πρβλ. Ρ.729. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> διέτρεσα;<br />se disperser en tremblant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A run trembling about, flee all ways, διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Il.11.486, cf. 17.729, Plu.Marc.29, Brut.18.
German (Pape)
[Seite 607] (s. τρέω), aus einander fliehen; Hom. Iliad. 11, 481 θῶες μέν τε διέτρεσαν; vs. 486 Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος; 17, 729 ἄψ τ' ἀνεχώρησαν διά τ' ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, tmesis. Den Begriff der Furcht enthält das Wort nicht, s. Lehrs Aristarch. p. 91. – Plut. Marcell. 29.
Greek (Liddell-Scott)
διατρέω: μέλλ, -τρέσω, ὑπὸ φόβου φεύγω, διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Ἰλ. Λ.486, πρβλ. Ρ.729.
French (Bailly abrégé)
ao. διέτρεσα;
se disperser en tremblant.
Étymologie: διά, τρέω.