διαπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, διαμορφῶ, [[σχηματίζω]], ζῷα Φίλων 1. 15· ὕλην, ἄρτους, κτλ., Πλούτ., κτλ.· μεταφ., δ. τῷ λόγῳ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 542. ― Παθ., δ. τὰ μόρια [τοῦ ἐμβρύου] Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 4, 39. ΙΙ. [[ἐπιχρίω]], πηλῷ Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 15, 2. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἀποκαθιστῶ [[ὀστοῦν]] κατεαγός, Γαλην. 12, 360.
|lstext='''διαπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, διαμορφῶ, [[σχηματίζω]], ζῷα Φίλων 1. 15· ὕλην, ἄρτους, κτλ., Πλούτ., κτλ.· μεταφ., δ. τῷ λόγῳ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 542. ― Παθ., δ. τὰ μόρια [τοῦ ἐμβρύου] Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 4, 39. ΙΙ. [[ἐπιχρίω]], πηλῷ Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 15, 2. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἀποκαθιστῶ [[ὀστοῦν]] κατεαγός, Γαλην. 12, 360.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαπλάσω, <i>etc.</i><br />façonner, modeler.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπλάσσω Medium diacritics: διαπλάσσω Low diacritics: διαπλάσσω Capitals: ΔΙΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: diaplássō Transliteration B: diaplassō Transliteration C: diaplasso Beta Code: diapla/ssw

English (LSJ)

Att. διαπλάττω,

   A form, mould, ζῷα Ph.1.15; ὕλην, ἄρτον, σῶμα, Plu.2.427b, 401f, Him.Or.14.13; διανοήματα ῥυθμοῖς Jul.Or.2.78d: metaph., ἐπίνοια J.BJ7.8.1; δ. τῷ λόγῳ Ael.VH3.1:— Pass., τέτταρσι διαπλασθέντα προσώποις μῦθον AP9.542 (Crin.); δ. τὰ μόρια [τοῦ ἐμβρύου] Arist.GA740a36, cf. Epicur.Ep.2p.38U.: metaph., to be concocted, invented, PMonac.6.47 (vi A.D.).    II plaster, πηλῷ Thphr.HP4.15.2.    III Medic., reshape a broken nose, Heliod. ap. Orib.48.33.5, Gal.18(1).479.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πλάσσω), durch-, ausbilden, gestalten; μῦθος διαπλασθεὶς τέτταρσι προσώποις Crinag. 47 (IX, 542); vgl. Diosc. 1 (XII, 37); διαγράψωμεν τῷ λόγῳ καὶ διαπλάσωμεν Ael. V. H. 3, 1; – bestreichen, πηλῷ, Theophr. – Bei Aerzten, wieder einrichten, einrenken.

Greek (Liddell-Scott)

διαπλάσσω: Ἀττ. -ττω, διαμορφῶ, σχηματίζω, ζῷα Φίλων 1. 15· ὕλην, ἄρτους, κτλ., Πλούτ., κτλ.· μεταφ., δ. τῷ λόγῳ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 542. ― Παθ., δ. τὰ μόρια [τοῦ ἐμβρύου] Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 4, 39. ΙΙ. ἐπιχρίω, πηλῷ Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 15, 2. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἀποκαθιστῶ ὀστοῦν κατεαγός, Γαλην. 12, 360.

French (Bailly abrégé)

f. διαπλάσω, etc.
façonner, modeler.
Étymologie: διά, πλάσσω.