διενειλέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διενειλέω''': [[περιτυλίσσω]], μεταφ. [[συγχέω]], [[περιπλέκω]], [[λόγος]] διενειλημένος Ψευδολουκ. Φιλοπατρ. 1.
|lstext='''διενειλέω''': [[περιτυλίσσω]], μεταφ. [[συγχέω]], [[περιπλέκω]], [[λόγος]] διενειλημένος Ψευδολουκ. Φιλοπατρ. 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>part. pf. Pass.</i> διενειλημένος;<br />enrouler, entortiller.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐνειλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διενειλέω Medium diacritics: διενειλέω Low diacritics: διενειλέω Capitals: ΔΙΕΝΕΙΛΕΩ
Transliteration A: dieneiléō Transliteration B: dieneileō Transliteration C: dieneileo Beta Code: dieneile/w

English (LSJ)

   A involve, λόγος διενειλημένος Ps.-Luc.Philopatr.1.

Greek (Liddell-Scott)

διενειλέω: περιτυλίσσω, μεταφ. συγχέω, περιπλέκω, λόγος διενειλημένος Ψευδολουκ. Φιλοπατρ. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. Pass. διενειλημένος;
enrouler, entortiller.
Étymologie: διά, ἐνειλέω.